βακτηρία

βακτηρία
βακτηρ-ία, ,
A staff, cane, Ar.Ach.682, Th.8.84, Lys.24.12, X.Eq.11.4, etc.; συκίνη β., = σ. ἐπικουρία (q.v.), Alciphr.1.39, Macar.7.83.
II wand, as a badge of office, carried by δικασταί, D.18.210;

ὁ λαβὼν τὴν β. βαδίζει εἰς τὸ δικαστήριον τὸ ὁμόχρων τῇ β. Arist.Ath.65.2

. (Cf. Lat. baculum, imbēcillus, OIr. bacc 'crook, curved stick'.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βακτηρία — βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc/acc dual βακτηρίᾱ , βακτηρία staff fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρία — βακτηρία, η (AM) ραβδί, μπαστούνι μσν. στήριγμα, βοήθεια αρχ. το ραβδί των δικαστών, έμβλημα του αξιώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βακτηρία προέρχεται πιθ. από *βακτήρ, υποθ. τ. παράλληλος προς το βάκτρον* (πρβλ. αροτήρ, άροτρον). Βάση αυτών των… …   Dictionary of Greek

  • βακτηρίᾳ — βακτηρίαι , βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτήρια — τα μικροσκοπικοί οργανισμοί που απαντούν σε όλα τα φυσικά περιβάλλοντα, σε τεράστιους αριθμούς, τα περισσότερα χρήσιμα ή αβλαβή, ενώ μερικά προκαλούν ασθένειες …   Dictionary of Greek

  • βακτήρια — τα βακτηρίδια, βάκιλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βακτηρία — η το μπαστούνι, το δεκανίκι, το ραβδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βακτήρια — βακτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίας — βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem acc pl βακτηρίᾱς , βακτηρία staff fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίαι — βακτηρία staff fem nom/voc pl βακτηρίᾱͅ , βακτηρία staff fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίαν — βακτηρίᾱν , βακτηρία staff fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βακτηρίαιν — βακτηρία staff fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”